- ἀσκητικῆς
- ἀσκητικόςlaboriousfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καμπαναριό — Πυργίσκος εκκλησίας, στην οροφή του οποίου είναι κρεμασμένη/ες η/οι καμπάνα/ες· κωδωνοστάσιο. Ως αρχική μορφή το κ. πιθανολογείται ότι αποτελεί τη συνέχεια των αμυντικών ρωμαϊκών πύργων· ωστόσο, με την πάροδο των αιώνων απέκτησε διαφορετική… … Dictionary of Greek
νηπτικός — ή, ό (Α νηπτικός, ή, όν) [νήπτης] αυτός που απέχει από την οινοποσία, νηφάλιος, σώφρων, συνετός νεοελλ. φρ. α) «νηπτική θεολογία κίνηση και τάση τής ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας και ασκητικής εμπειρίας, πνευματικό περιεχόμενο τής οποίας είναι … Dictionary of Greek
σακ(κ)οφορώ — έω, Α [σακ(κ)οφόρος] 1. φορώ τρίχινο ράσο ως ένδειξη μετάνοιας ή ως ένδειξη ασκητικής ζωής 2. είμαι αχθοφόρος … Dictionary of Greek
σακκοφορία — ἡ, Α [σακ(κ)οφόρος] η ένδυση με τρίχινο ράσο ως ένδειξη μετάνοιας ή ως ένδειξη ασκητικής ζωής … Dictionary of Greek
Αλγκαζέλ ή Αλ Γκαζάλι — (Αμπού Χάμετ Μοχάμετ Αλ Γκαζάλι, Τους Νελ Κορασάν, Ιράν 1058 – 1111). Άραβας φιλόσοφος, θεολόγος και νομικός. Ο A.Γ. υπήρξε υπερασπιστής της μουσουλμανικής ορθοδοξίας εναντίον της επιρροής της ελληνικής φιλοσοφίας στον ισλαμικό χώρο και της… … Dictionary of Greek
Αμπούλ Αταχίγια — (Κούφα, Μικρά Ασία 748 – Βαγδάτη 828). Άραβας ποιητής. Προερχόταν από ταπεινή οικογένεια. Έζησε στην Κούφα και αργότερα στη Βαγδάτη, όπου εργάστηκε στην αρχή ως αγγειοπλάστης. Στα πρώτα ποιήματά του, που διακρίνονται για το απλό και απέριττο ύφος … Dictionary of Greek
Βενέδικτος (άγιος, ο εκ Νουρσίας) — (Benedetto da Norcia, Νουρσία 480; – Μοντεκασίνο 547;). Άγιος της Δυτικής Εκκλησίας, από τους επιφανέστερους κήρυκες του μοναχικού βίου. Οι πληροφορίες για τη ζωή του είναι πολύ αόριστες και προέρχονται από τους Διαλόγους του πάπα Μ. Γρηγορίου.… … Dictionary of Greek
Γρηγόριος Παλαμάς — I (Κωνσταντινούπολη 1296 – Θεσσαλονίκη 1359). Θεολόγος. Υπήρξε ηγέτης του μυστικιστικού κινήματος του ησυχασμού και αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια, γεγονός που του επέτρεψε να σπουδάσει κοντά στον διάσημο φιλόσοφο… … Dictionary of Greek
Γύζης, Νικόλαος — (Σκλαβοχώρι Τήνου 1842 – Μόναχο 1901).Ζωγράφος. Η ζωή και η τέχνη του Γ. όπως παρουσιάζονται μέσα από την προσωπική αλληλογραφία, το ημερολόγιο και το ζωγραφικό έργο του, βαδίζουν παράλληλα σε μια συνεχή εσωτερική ψυχική και πνευματική ανοδική… … Dictionary of Greek
Ιανσένιος — (Άκοβ 1585 – Λουβέν 1638). Εξελληνισμένο όνομα του Φλαμανδού θεολόγου Κορνέλις Γιάνσεν (Cornelis Jansen). Μαθητής των ιησουιτών, αρχικά έγινε καθηγητής στη Λουβέν και από το 1635 επίσκοπος της Ιπρ. Η φήμη του εξαπλώθηκε δύο χρόνια μετά τον θάνατό … Dictionary of Greek